- κορακοβραχιόνιος
- -α, -οανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» — ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστούβ. «κορακοβραχιόνιος σύνδεσμος» — σύνδεσμος που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς το μείζον όγκωμα τού βραχιόνιου οστού).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coracobrachialis < coraco- κατ' αποκοπήν από το coracoid- (πρβλ. κορακοειδής) + brachi- (πρβλ. βραχίων) + κατάλ. -alis, λατινικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.